- εμβρυοθλάστης
- ο мед. перфоратор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμβρυοθλάστης — instrument to extract a foetus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβρυοθλάστης — ο (Α ἐμβρυοθλάστης) ο εμβρυοτόμος … Dictionary of Greek
ἐμβρυοθλάστην — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοθλάστῃ — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek